καλύπτειρα

καλύπτειρα
καλύπτειρα, ἡ (Α)
(μτγν. θηλ. τού καλυπτήρ)
καλύπτρα, κάλυμμα τού κεφαλιού ή τού προσώπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλύπτειραν — καλύπτειρα veil fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”